- τερπνός
- -ή, -ό / τερπνός, -ή, -όν, ΝΜΑαυτός που προξενεί τέρψη, ευχάριστος, ευάρεστος (α. «η προφήτισσα Μαρία μ' ένα τύμπανο τερπνό», Σολωμ.β. «τῷ γὰρ ῥα θεὸς πέρι δῶκεν ἀοιδὴν τερπνήν», Ομ. Οδ.)νεοελλ.παροιμ. φρ. «το τερπνόν μετά τού ωφελίμου» — λέγεται σε περίπτωση κατά την οποία ένα έργο ή μια ενέργεια συνδυάζει ταυτόχρονα το ευχάριστο αποτέλεσμα με το όφελοςαρχ.1. (για πρόσ.) φαιδρός, εύθυμος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τερπνόναπόλαυση3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τερπνάοι ηδονές.επίρρ...τερπνώς / τερπνῶς ΝΜΑ, και τερπνά Νμε τέρψη, με ευχαρίστηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρπω + επίθημα -νός (πρβλ. στεγ-νός)].
Dictionary of Greek. 2013.